-
1 испытать
испытать, испытывать 1) δοκιμάζω (испробовать ) εξε τάζω (проверить) \испытать свой си лы δοκιμάζω τις δυνάμεις μου 2) (ощутить) νιώθω* αισθάνομαι (почувствовать) \испытать большое удовольствие αισθάνομαι μεγάλη ευχαρίστηση* * *= испытывать1) δοκιμάζω ( испробовать) εξετάζω ( проверить)испыта́ть свои́ си́лы — δοκιμάζω τις δυνάμεις μου
2) ( ощутить) νιώθω; αισθάνομαι ( почувствовать)испыта́ть большо́е удово́льствие — αισθάνομαι μεγάλη ευχαρίστηση
См. также в других словарях:
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek